ΘΕΜΑ Β1
«Η Ιεροσύνη στην Ορθοδοξία δεν είναι ένα εκκλησιαστικό επάγγελμα, ούτε έχει τυπικό ή
εθιμικό χαρακτήρα, αλλά είναι Μυστήριο θεσμοθετημένο από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και
δοσμένο από Εκείνον στους Αποστόλους. … Αυτό δεν σημαίνει υποτίμηση της Γυναίκας. Η
δυνατότητα άλλωστε της αγιότητας, της σωτηρίας, παρέχεται ελεύθερα και στα δύο φύλα.
Άνδρας και γυναίκα συλλειτουργούν, παρακαλώντας τον Τριαδικό Θεό για την σωτηρία του
κόσμου. Αλληλοεξαρτώνται και συνυπάρχουν, όπως τα κύτταρα και οι διάφορες λειτουργίες
στο σώμα, στο "σώμα" της Εκκλησίας. Μετέχει επομένως και η γυναίκα στο τριπλό "αξίωμα"
του Κυρίου» (Βαρβάρα Μεταλληνού). Να σχολιάσετε το παραπάνω κείμενο σε σχέση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την Ιεροσύνη και τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία.
Απάντηση
Στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης και των πρωτοβουλιών άλλων Ομολογιών,
ανέκυψε το θέμα της Ιεροσύνης των γυναικών, που διχάζει σήμερα τον χριστιανικό κόσμο και
άρχισε να συζητείται και στην ορθόδοξη θεολογία. Η βάση όμως για την αντιμετώπισή του δεν
μπορεί να είναι άλλη από την παράδοση μας και την πράξη των αγίων μας. Διότι αυτοί
εκφράζουν την ορθόδοξη συνείδηση σ' όλους τους αιώνες. Η Αγία Γραφή και η πατερική μας
παράδοση δέχονται την ισότητα και ισοτιμία των δύο φύλων. Άνδρας και γυναίκα έχουν τις
ίδιες δυνατότητες σωτηρίας. Με το Βάπτισμα και με το Χρίσμα, η γυναίκα μετέχει και αυτή
στην Ιεροσύνη του Χριστού και γι' αυτό συλλειτουργεί και συν-επιτελεί μαζί με τον υπόλοιπο
λαό τα μυστήρια και όλες τις αγιαστικές πράξεις της λατρείας. Ανήκει στο λαό του Θεού, αφού
πλάστηκε και αυτή «κατ' εικόνα» Θεού και προχωρεί στο «καθ' όμοίωσιν», στη θέωση. Κατά
την Πεντηκοστή δέχτηκαν και οι παρούσες γυναίκες το Πνεύμα το Άγιο, όπως οι άνδρες (Πράξ.
2,1 ε.). Όχι όμως την ειδική ιεροσύνη. Η Παναγία, κεντρικό πρόσωπο της πρώτης Εκκλησίας,
δεν έλαβε την ειδική Ιεροσύνη, ούτε και άλλες γυναίκες, που ανέπτυξαν μεγάλη
ιεραποστολική δράση ή είχαν σημαντική θέση στη ζωή τοπικών Εκκλησιών (π.χ. Κόρινθος.
Φίλιπποι, Ρώμη). Υπήρχαν και γυναίκες «προφητεύουσες» (Α'Κορ. 11,5), που δεν έγιναν
«ιερείς». Ωστόσο, η Εκκλησία δεν δίστασε να χειροτονεί γυναίκες διακόνισσες, που ήταν όπως
οι διάκονοι, για τη διακονία όμως των γυναικών. Υπηρετούσαν δηλαδή μια ειδική ανάγκη του
ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Ο θεσμός «των διακονισσών» διατηρήθηκε μέχρι το τέλος
του Βυζαντίου. Η γυναίκα στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας αναδεικνύεται ισαπόστολος
και ιεραπόστολος, όπως η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα (Ιωάν. 4,5-42). Και σήμερα υπάρχουν
δυνατότητες μεγαλύτερης ανάμιξης της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας. Μπορεί να
«χειροθετείται» αναγνώστρια και να διαβάζει τα λειτουργικά αναγνώσματα ή να ψάλλει στην
Εκκλησία. Μπορεί, ακόμη, να επανασυσταθεί ο θεσμός των διακονισσών, ιδίως στην
ιεραποστολή. Ως «διάκονος» ή «υποδιάκονος» μπορεί να συμμετέχει στη διακονία των
μυστηρίων και άλλων αγιαστικών πράξεων. Όλα αυτά όμως μόνο με εκκλησιαστικά κριτήρια
μπορούν να πραγματοποιηθούν και όχι με κοσμικά (φεμινιστικές επιδιώξεις), για να μην
οδηγηθεί σε σχίσματα το εκκλησιαστικό σώμα. Υπάρχει και ο χώρος, στον οποίο μπορεί να
πρωτοστατεί στην ενορία η γυναίκα. Είναι το έργο της έμπρακτης αγάπης (φιλανθρωπία).
Ως προς την εντύπωση για υφιστάμενη υποτίμηση της γυναίκας στη σύγχρονη λατρεία
που δίνουν οι ευχές, που διαβάζονται στη λεχώνα κατά τον «εκκλησιασμό» του βρέφους, την
τεσσαρακοστή ημέρα ή το γεγονός ότι μόνο τα αγόρια εισάγονται στο άγιο Βήμα, πρέπει να
πούμε ότι αυτά είναι παλαιές αντιλήψεις, που πέρασαν στη χριστιανική λατρεία. Η διδασκαλία
της Εκκλησίας τις σχετικοποιεί, προβάλλοντας σταθερά την ισοτιμία των δύο φύλων και το
καθήκον που έχουν άνδρες και γυναίκες να συμβάλλουν κατά το χάρισμά τους στο πνευματικό
και ποιμαντικό έργο της ενορίας.
ΘΕΜΑ Β1
Ο ιερέας «… όταν τελεί τα μυστήρια, δανείζει τα χέρια του στον Χριστό· όταν ομιλεί δανείζει τη
γλώσσα του στον Χριστό. Γι αυτό θα πρέπει να είναι τόσο καθαρός όσο και οι άγγελοι και να
νοιώθει ότι βρίσκεται με τους αγγέλους, ανάμεσά τους στους ουρανούς» (άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος). Με βάση τη διαπίστωση αυτή εξηγείστε ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας, ποια είναι και από πού απορρέει η συμβολή του ιερέα στην τέλεσή τους.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Κεντρικό πρόσωπο σε όλα τα μυστήρια της εκκλησίας είναι ο Χριστός, ο οποίος δεν
παύει ποτέ να είναι ο μόνος (αρχ)ιερέας της Εκκλησίας, που έχει «απαράβατον την
ιεροσύνην» (Εβρ. 7,24). Αυτός τελεί όλα τα μυστήρια, στα οποία είναι «αοράτως
συνών» (αόρατα παρών). Οι(αρχ)ιερείς λόγω της χειροτονίας τους «δανείζουν» το σώμα και τα
χέρια τους στον Χριστό και τον καθιστούν, έτσι, ορατό στο πλήρωμα. Η συμβολή του ιερέα
απορρέει από την ειδική ιεροσύνη. Το μυστήριο της Ιεροσύνης συνέστησε ο Χριστός με την
εκλογή των αποστόλων, που τους ανέδειξε «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4,19) και τους έδωσε
την «εξουσία» να συγχωρούν αμαρτίες (Ιωαν. 20,23), να τελούν το μυστήριο στης Θείας
Ευχαριστίας και να διδάσκουν. Μετά το Χριστό, οι απόστολοι όρισαν τους διαδόχους τους με
χειροτονία (επίθεση των χειρών). Η Ιεροσύνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αδιάσπαστη τη
συνέχεια των χειροτονιών , η οποία ονομάζεται «αποστολική διαδοχή» και είναι κριτήριο της
γνησιότητας της Εκκλησίας. Οι κληρικοί έχουν την ειδική Ιεροσύνη και αναλαμβάνουν
υπεύθυνα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη διοίκηση, τη διδαχή και τη λατρεία της
ΘΕΜΑ Β1
Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την πνευματική.
Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Ο κληρικός είναι πνευματικός πατέρας και ποιμένας και
οι πιστοί πνευματικά του παιδιά. Να εξηγήσετε τους λόγους αυτής της ονομασίας, δηλαδή
πατέρας και ποιμένας, και να αναφερθείτε στις ευθύνες των κληρικών που προκύπτουν από τη
σημασία της.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την
πνευματική. Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Κάθε λειτούργημα στην Εκκλησία είναι
διακονία. Στην Ορθοδοξία, ακόμη και η πολιτική εξουσία νοείται ως διακονία (υπουργός=
διάκονος) του λαού του Θεού. Όπου χάνεται αυτή η συνείδηση, εμφανίζεται στη ζωή του ιερέα
ο επαγγελματισμός. Ο κληρικός όμως είναι πνευματικός πατέρας και οι πιστοί πνευματικά του
τέκνα. Γι' αυτό ο μεγαλύτερος τίτλος και τιμή του κληρικού είναι η προσφώνηση «πάτερ» ή
«παππούλη», που του απευθύνει ο λαός μας. Το έργο του, ιδιαίτερα σήμερα, πρέπει να είναι
φωτιστικό και οδηγητικό. Να οδηγεί, δηλαδή, τον κόσμο στην αλήθεια και χάρη του Χριστού,
μεταδίδοντας το μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας. Όσο πιο
πατερικός και παραδοσιακός είναι ο κληρικός, τόσο περισσότερο σύγχρονος είναι.
Ερωτήσεις Πολλαπλής Επιλογής με σύντομη αιτιολόγηση:
1)Η ιεροσύνη. α. διακρίνεται σε ειδική και γενική β. δεν είναι εξουσία, αλλά διακονία γ. έχει τρεις βαθμούς: επίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος δ. όλα τα παραπάνω
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
1.Η ιεροσύνη… δ. όλα τα παραπάνω
Η Ιεροσύνη μπορεί να διακριθεί σε «ειδική» και «γενική». Οι κληρικοί έχουν την ειδική Ιεροσύνη και αναλαμβάνουν υπεύθυνα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη διοίκηση, τη διδαχή και τη λατρεία της Εκκλησίας. Βέβαια, ο Χριστός δεν παύει ποτέ να είναι ο μόνος (αρχ)ιερέας της Εκκλησίας, που έχει «απαράβατον την ιερωσύνην» (Εβρ. 7,24). Αυτός τελεί όλα τα μυστήρια, στα οποία είναι «αοράτως συνών» (αόρατα παρών). Οι(αρχ)ιερείς λόγω της χειροτονίας τους «δανείζουν» το σώμα και τα χέρια τους στον Χριστό και τον καθιστούν, έτσι, ορατό στο πλήρωμα . Το μυστήριο, της Ιεροσύνης και για τους τρεις βαθμούς (επίσκοπος, πρεσβύτερος διάκονος) εξακολουθεί να τελείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Οισχετικές ευχές ζητούν για το χειροτονούμενο τη χάρη του Θεού, ώστε να ανταποκρίνεται στην υψηλή αποστολή του, που είναι να οδηγεί τους πιστούς στη «Βασιλεία του Θεού». Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την πνευματική. Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Κάθε λειτούργημα στην Εκκλησία είναι διακονία. Στην Ορθοδοξία, ακόμη και η πολιτική εξουσία νοείται ως διακονία (υπουργός= διάκονος) του λαού του Θεού. Όπου χάνεται αυτή η συνείδηση, εμφανίζεται στη ζωή του ιερέα ο επαγγελματισμός. Ο
κληρικός όμως είναι πνευματικός πατέρας και οι πιστοί πνευματικά του τέκνα.
2)Στη ζωή της Εκκλησίας, στους λαϊκούς και τους κληρικούς υπάρχει. α. αντίθεση ρόλων β. συνευθύνη γ. ίση κατανομή καθηκόντων και υποχρεώσεων
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
1.Στη ζωή της Εκκλησίας, στους λαϊκούς και τους κληρικούς υπάρχει…β. συνευθύνη.
Οι λαϊκοί, με τα μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, γίνονται φορείς της γενικής
Ιεροσύνης. Κλήρος και λαός συναποτελούν το σώμα του Ιησού Χριστού και μετέχουν στο
τριπλό αξίωμά του (ιερατικό, προφητικό, βασιλικό). Ο I. Χρυσόστομος ονομάζει τους λαϊκούς
«πλήρωμα ιερατικόν». Συμπληρώνουν δηλαδή το ιερατικό λειτούργημα και, έτσι, στη λατρεία
φανερώνεται το σώμα ολόκληρο. Ούτε οι κληρικοί ούτε οι λαϊκοί μπορούν μόνοι να
λειτουργήσουν, αλλά μαζί, ως ένα και αδιάτμητο (αδιαίρετο) σώμα. Η διάκριση κληρικών και
λαϊκών είναι λειτουργική και όχι ταξική. Στην Εκκλησία υπάρχει συνευθύνη κληρικών και
λαϊκών. Γι' αυτό είναι ανάγκη να αναλαμβάνουν και οι λαϊκοί την ευθύνη τους στη ζωή της
Ενορίας.
«Η Ιεροσύνη στην Ορθοδοξία δεν είναι ένα εκκλησιαστικό επάγγελμα, ούτε έχει τυπικό ή
εθιμικό χαρακτήρα, αλλά είναι Μυστήριο θεσμοθετημένο από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και
δοσμένο από Εκείνον στους Αποστόλους. … Αυτό δεν σημαίνει υποτίμηση της Γυναίκας. Η
δυνατότητα άλλωστε της αγιότητας, της σωτηρίας, παρέχεται ελεύθερα και στα δύο φύλα.
Άνδρας και γυναίκα συλλειτουργούν, παρακαλώντας τον Τριαδικό Θεό για την σωτηρία του
κόσμου. Αλληλοεξαρτώνται και συνυπάρχουν, όπως τα κύτταρα και οι διάφορες λειτουργίες
στο σώμα, στο "σώμα" της Εκκλησίας. Μετέχει επομένως και η γυναίκα στο τριπλό "αξίωμα"
του Κυρίου» (Βαρβάρα Μεταλληνού). Να σχολιάσετε το παραπάνω κείμενο σε σχέση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την Ιεροσύνη και τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία.
Απάντηση
Στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης και των πρωτοβουλιών άλλων Ομολογιών,
ανέκυψε το θέμα της Ιεροσύνης των γυναικών, που διχάζει σήμερα τον χριστιανικό κόσμο και
άρχισε να συζητείται και στην ορθόδοξη θεολογία. Η βάση όμως για την αντιμετώπισή του δεν
μπορεί να είναι άλλη από την παράδοση μας και την πράξη των αγίων μας. Διότι αυτοί
εκφράζουν την ορθόδοξη συνείδηση σ' όλους τους αιώνες. Η Αγία Γραφή και η πατερική μας
παράδοση δέχονται την ισότητα και ισοτιμία των δύο φύλων. Άνδρας και γυναίκα έχουν τις
ίδιες δυνατότητες σωτηρίας. Με το Βάπτισμα και με το Χρίσμα, η γυναίκα μετέχει και αυτή
στην Ιεροσύνη του Χριστού και γι' αυτό συλλειτουργεί και συν-επιτελεί μαζί με τον υπόλοιπο
λαό τα μυστήρια και όλες τις αγιαστικές πράξεις της λατρείας. Ανήκει στο λαό του Θεού, αφού
πλάστηκε και αυτή «κατ' εικόνα» Θεού και προχωρεί στο «καθ' όμοίωσιν», στη θέωση. Κατά
την Πεντηκοστή δέχτηκαν και οι παρούσες γυναίκες το Πνεύμα το Άγιο, όπως οι άνδρες (Πράξ.
2,1 ε.). Όχι όμως την ειδική ιεροσύνη. Η Παναγία, κεντρικό πρόσωπο της πρώτης Εκκλησίας,
δεν έλαβε την ειδική Ιεροσύνη, ούτε και άλλες γυναίκες, που ανέπτυξαν μεγάλη
ιεραποστολική δράση ή είχαν σημαντική θέση στη ζωή τοπικών Εκκλησιών (π.χ. Κόρινθος.
Φίλιπποι, Ρώμη). Υπήρχαν και γυναίκες «προφητεύουσες» (Α'Κορ. 11,5), που δεν έγιναν
«ιερείς». Ωστόσο, η Εκκλησία δεν δίστασε να χειροτονεί γυναίκες διακόνισσες, που ήταν όπως
οι διάκονοι, για τη διακονία όμως των γυναικών. Υπηρετούσαν δηλαδή μια ειδική ανάγκη του
ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Ο θεσμός «των διακονισσών» διατηρήθηκε μέχρι το τέλος
του Βυζαντίου. Η γυναίκα στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας αναδεικνύεται ισαπόστολος
και ιεραπόστολος, όπως η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα (Ιωάν. 4,5-42). Και σήμερα υπάρχουν
δυνατότητες μεγαλύτερης ανάμιξης της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας. Μπορεί να
«χειροθετείται» αναγνώστρια και να διαβάζει τα λειτουργικά αναγνώσματα ή να ψάλλει στην
Εκκλησία. Μπορεί, ακόμη, να επανασυσταθεί ο θεσμός των διακονισσών, ιδίως στην
ιεραποστολή. Ως «διάκονος» ή «υποδιάκονος» μπορεί να συμμετέχει στη διακονία των
μυστηρίων και άλλων αγιαστικών πράξεων. Όλα αυτά όμως μόνο με εκκλησιαστικά κριτήρια
μπορούν να πραγματοποιηθούν και όχι με κοσμικά (φεμινιστικές επιδιώξεις), για να μην
οδηγηθεί σε σχίσματα το εκκλησιαστικό σώμα. Υπάρχει και ο χώρος, στον οποίο μπορεί να
πρωτοστατεί στην ενορία η γυναίκα. Είναι το έργο της έμπρακτης αγάπης (φιλανθρωπία).
Ως προς την εντύπωση για υφιστάμενη υποτίμηση της γυναίκας στη σύγχρονη λατρεία
που δίνουν οι ευχές, που διαβάζονται στη λεχώνα κατά τον «εκκλησιασμό» του βρέφους, την
τεσσαρακοστή ημέρα ή το γεγονός ότι μόνο τα αγόρια εισάγονται στο άγιο Βήμα, πρέπει να
πούμε ότι αυτά είναι παλαιές αντιλήψεις, που πέρασαν στη χριστιανική λατρεία. Η διδασκαλία
της Εκκλησίας τις σχετικοποιεί, προβάλλοντας σταθερά την ισοτιμία των δύο φύλων και το
καθήκον που έχουν άνδρες και γυναίκες να συμβάλλουν κατά το χάρισμά τους στο πνευματικό
και ποιμαντικό έργο της ενορίας.
ΘΕΜΑ Β1
Ο ιερέας «… όταν τελεί τα μυστήρια, δανείζει τα χέρια του στον Χριστό· όταν ομιλεί δανείζει τη
γλώσσα του στον Χριστό. Γι αυτό θα πρέπει να είναι τόσο καθαρός όσο και οι άγγελοι και να
νοιώθει ότι βρίσκεται με τους αγγέλους, ανάμεσά τους στους ουρανούς» (άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος). Με βάση τη διαπίστωση αυτή εξηγείστε ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας, ποια είναι και από πού απορρέει η συμβολή του ιερέα στην τέλεσή τους.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Κεντρικό πρόσωπο σε όλα τα μυστήρια της εκκλησίας είναι ο Χριστός, ο οποίος δεν
παύει ποτέ να είναι ο μόνος (αρχ)ιερέας της Εκκλησίας, που έχει «απαράβατον την
ιεροσύνην» (Εβρ. 7,24). Αυτός τελεί όλα τα μυστήρια, στα οποία είναι «αοράτως
συνών» (αόρατα παρών). Οι(αρχ)ιερείς λόγω της χειροτονίας τους «δανείζουν» το σώμα και τα
χέρια τους στον Χριστό και τον καθιστούν, έτσι, ορατό στο πλήρωμα. Η συμβολή του ιερέα
απορρέει από την ειδική ιεροσύνη. Το μυστήριο της Ιεροσύνης συνέστησε ο Χριστός με την
εκλογή των αποστόλων, που τους ανέδειξε «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4,19) και τους έδωσε
την «εξουσία» να συγχωρούν αμαρτίες (Ιωαν. 20,23), να τελούν το μυστήριο στης Θείας
Ευχαριστίας και να διδάσκουν. Μετά το Χριστό, οι απόστολοι όρισαν τους διαδόχους τους με
χειροτονία (επίθεση των χειρών). Η Ιεροσύνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αδιάσπαστη τη
συνέχεια των χειροτονιών , η οποία ονομάζεται «αποστολική διαδοχή» και είναι κριτήριο της
γνησιότητας της Εκκλησίας. Οι κληρικοί έχουν την ειδική Ιεροσύνη και αναλαμβάνουν
υπεύθυνα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη διοίκηση, τη διδαχή και τη λατρεία της
ΘΕΜΑ Β1
Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την πνευματική.
Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Ο κληρικός είναι πνευματικός πατέρας και ποιμένας και
οι πιστοί πνευματικά του παιδιά. Να εξηγήσετε τους λόγους αυτής της ονομασίας, δηλαδή
πατέρας και ποιμένας, και να αναφερθείτε στις ευθύνες των κληρικών που προκύπτουν από τη
σημασία της.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την
πνευματική. Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Κάθε λειτούργημα στην Εκκλησία είναι
διακονία. Στην Ορθοδοξία, ακόμη και η πολιτική εξουσία νοείται ως διακονία (υπουργός=
διάκονος) του λαού του Θεού. Όπου χάνεται αυτή η συνείδηση, εμφανίζεται στη ζωή του ιερέα
ο επαγγελματισμός. Ο κληρικός όμως είναι πνευματικός πατέρας και οι πιστοί πνευματικά του
τέκνα. Γι' αυτό ο μεγαλύτερος τίτλος και τιμή του κληρικού είναι η προσφώνηση «πάτερ» ή
«παππούλη», που του απευθύνει ο λαός μας. Το έργο του, ιδιαίτερα σήμερα, πρέπει να είναι
φωτιστικό και οδηγητικό. Να οδηγεί, δηλαδή, τον κόσμο στην αλήθεια και χάρη του Χριστού,
μεταδίδοντας το μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας. Όσο πιο
πατερικός και παραδοσιακός είναι ο κληρικός, τόσο περισσότερο σύγχρονος είναι.
Ερωτήσεις Πολλαπλής Επιλογής με σύντομη αιτιολόγηση:
1)Η ιεροσύνη. α. διακρίνεται σε ειδική και γενική β. δεν είναι εξουσία, αλλά διακονία γ. έχει τρεις βαθμούς: επίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος δ. όλα τα παραπάνω
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
1.Η ιεροσύνη… δ. όλα τα παραπάνω
Η Ιεροσύνη μπορεί να διακριθεί σε «ειδική» και «γενική». Οι κληρικοί έχουν την ειδική Ιεροσύνη και αναλαμβάνουν υπεύθυνα, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη διοίκηση, τη διδαχή και τη λατρεία της Εκκλησίας. Βέβαια, ο Χριστός δεν παύει ποτέ να είναι ο μόνος (αρχ)ιερέας της Εκκλησίας, που έχει «απαράβατον την ιερωσύνην» (Εβρ. 7,24). Αυτός τελεί όλα τα μυστήρια, στα οποία είναι «αοράτως συνών» (αόρατα παρών). Οι(αρχ)ιερείς λόγω της χειροτονίας τους «δανείζουν» το σώμα και τα χέρια τους στον Χριστό και τον καθιστούν, έτσι, ορατό στο πλήρωμα . Το μυστήριο, της Ιεροσύνης και για τους τρεις βαθμούς (επίσκοπος, πρεσβύτερος διάκονος) εξακολουθεί να τελείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Οισχετικές ευχές ζητούν για το χειροτονούμενο τη χάρη του Θεού, ώστε να ανταποκρίνεται στην υψηλή αποστολή του, που είναι να οδηγεί τους πιστούς στη «Βασιλεία του Θεού». Η Ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα και εξουσία με την κοσμική σημασία, αλλά με την πνευματική. Σκοπός της είναι η διακονία του λαού. Κάθε λειτούργημα στην Εκκλησία είναι διακονία. Στην Ορθοδοξία, ακόμη και η πολιτική εξουσία νοείται ως διακονία (υπουργός= διάκονος) του λαού του Θεού. Όπου χάνεται αυτή η συνείδηση, εμφανίζεται στη ζωή του ιερέα ο επαγγελματισμός. Ο
κληρικός όμως είναι πνευματικός πατέρας και οι πιστοί πνευματικά του τέκνα.
2)Στη ζωή της Εκκλησίας, στους λαϊκούς και τους κληρικούς υπάρχει. α. αντίθεση ρόλων β. συνευθύνη γ. ίση κατανομή καθηκόντων και υποχρεώσεων
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
1.Στη ζωή της Εκκλησίας, στους λαϊκούς και τους κληρικούς υπάρχει…β. συνευθύνη.
Οι λαϊκοί, με τα μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, γίνονται φορείς της γενικής
Ιεροσύνης. Κλήρος και λαός συναποτελούν το σώμα του Ιησού Χριστού και μετέχουν στο
τριπλό αξίωμά του (ιερατικό, προφητικό, βασιλικό). Ο I. Χρυσόστομος ονομάζει τους λαϊκούς
«πλήρωμα ιερατικόν». Συμπληρώνουν δηλαδή το ιερατικό λειτούργημα και, έτσι, στη λατρεία
φανερώνεται το σώμα ολόκληρο. Ούτε οι κληρικοί ούτε οι λαϊκοί μπορούν μόνοι να
λειτουργήσουν, αλλά μαζί, ως ένα και αδιάτμητο (αδιαίρετο) σώμα. Η διάκριση κληρικών και
λαϊκών είναι λειτουργική και όχι ταξική. Στην Εκκλησία υπάρχει συνευθύνη κληρικών και
λαϊκών. Γι' αυτό είναι ανάγκη να αναλαμβάνουν και οι λαϊκοί την ευθύνη τους στη ζωή της
Ενορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου